- υπέρπυρος
- -ον, ΜΑμσν.το ουδ. ως ουσ. βλ. υπέρπυροαρχ.1. ο υπέρμετρα πυρώδης, διάπυρος2. τοποθετημένος στην φωτιά («ἀπαρχαὶ ὑπέρπυροι», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. διά-πυρος].
Dictionary of Greek. 2013.